λιπαρῶ — λῑπαρῶ , λιπαρέω persist pres subj act 1st sg (attic epic doric) λῑπαρῶ , λιπαρέω persist pres ind act 1st sg (attic epic doric) λιπαρός oily masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρῷ — λιπαρός oily masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρῶι — λιπαρῷ , λιπαρός oily masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλιπαρώ — καταλιπαρῶ, έω (Α) παρακαλώ θερμά, ικετεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λιπαρῶ «απαιτώ ζητώ», πιθ. < αμάρτυρο *λιπαρός «απαιτητικός» < λίπτω «επιθυμώ»] … Dictionary of Greek
λιπάρησις — λιπάρησις, ἡ (Α) [λιπαρώ] επίμονη παράκληση, ικεσία … Dictionary of Greek
λιπαρής — λιπαρής, ές (Α) [λιπαρώ] 1. αυτός που εμμένει, επίμονος, ακούραστος, ακαταπόνητος («εὑρήσεις γάρ με λιπαρῆ ὄντα περὶ τὰ λεγόμενα», Πλάτ.) 2. (για πράγματα ή καταστάσεις) συνεχής, διαρκής, αδιάλειπτος (α. «οὐδέν ἐλλείψουσι αὗται λιπαροῡς… … Dictionary of Greek
λιπαρία — (I) λιπαρία, ιων. τ. λιπαρίη, ἡ (Α) [λιπαρώ] 1. εμμονή, επιμονή 2. φορτική, ενοχλητική συμπεριφορά. (II) λιπαρία, ἡ (Α, Μ λιπαριά) [λιπαρός] πάχος, παχύτητα … Dictionary of Greek
λιπαρωμένος — λιπαρωμένος, η, ον (Μ) (για φαγητό) γεμάτος λίπος, παχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιπαρῶ < λιπαρός] … Dictionary of Greek
λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… … Dictionary of Greek
προσλιπαρώ — προσλιπαρῶ, έω, ΝΑ 1. ζητώ κάτι φορτικά και επίμονα 2. (κατ επέκτ.) παρακαλώ θερμά, ικετεύω αρχ. 1. διαμένω κάπου 2. ασχολούμαι με κάτι αδιαλείπτως 3. επιμένω να κάνω κάτι 4. ασχολούμαι πρόθυμα με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + λιπαρῶ «επιμένω,… … Dictionary of Greek